- ἀνδρωδεστάτη
- ἀνδρώδηςmanlyfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοναλκής — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐξέχουσα, ἀνδρωδεστάτη». [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αλκής (< ἀλκή «δύναμη, δόξα»), πρβλ. αριστ αλκής] … Dictionary of Greek